Κλείνοντας τα μάτια μπροστά στη χρεοκοπία
Στο τελευταίο άρθρο μου στην αμερικανική έκδοση της Huffington Post με τίτλο «the Humiliating Cost of Progress in Greece» έγραψα ότι με τα νέα χρήματα που πήρε η Ελλάδα από το δεύτερο πακέτο στήριξης δεν αγοράζεται η λύση στο πρόβλημα της χώρας μας αλλά λίγος ακόμα χρόνος μέχρις ότου το ελληνικό πρόβλημα να έχει επιλυθεί για όλους τους άλλους (Ευρωπαίους, τραπεζικό σύστημα, κατόχους ομολόγων) πλην ημών. Και συνέχισα δηλώνοντας ότι συμφωνώ με την άποψη πολλών έγκριτων οικονομολόγων που λένε ότι η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ εξακολουθεί να είναι ζήτημα χρόνου. Δεν με ξάφνιασαν, λοιπόν, ούτε τα όσα είπε ο Πολ Τόσμεν στην αποκλειστική συνέντευξη που έδωσε στον ΣΚΑΪ Απαντώντας στα ερωτήματά μου άφησε να εννοηθεί ότι ζήτημα χρόνου είναι και γι’ αυτόν η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ με την εξής εύλογη αλλά πολύ πιθανή να συμβεί προϋπόθεση: οι ελληνικές αρχές δεν εφαρμόσουν κατά γράμμα το νέο πρόγραμμα και δεν προχωρήσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με αιχμή του δόρατος της συρρίκνωση του δημοσίου. «Αν η Ελλάδα δεν κάνει αυτά που πρέπει να κάνει, δεν βρίσκω τρόπο για το πώς η χώρα θα μπορέσει να ανακάμψει εντός του ευρώ» είπε με νόημα.
Και τώρα πάμε στο δεύτερο σκέλος των δεδομένων που έχουμε μπροστά μας. Και αυτά αφορούν το ίδιο το νέο πρόγραμμα και τα όσα αυτό προβλέπει ότι πρέπει να υλοποιηθούν από μέρους της Ελλάδας. Στην ίδια συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ, ο κ. Τόμσεν υπόσχεται ότι δεν θα επαναληφθούν από μέρους του «λάθη» που ομολόγησε ότι έκανε πιέζοντας τη χώρας μας να αναλάβει πολλές περισσότερες μεταρρυθμιστικές υποχρεώσεις απ’ όσες μπορούσε πραγματικά να σηκώσει στους ώμους της μέσα σε εξαιρετικά ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα. Παραδέχεται ότι η δημοσιονομική εξυγίανση δεν μπορεί να προέλθει πλέον από οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων ούτε από νέες ανελέητες φοροεπιδρομές πλήττοντας κυρίως τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα. Κι όμως, παρά τις διαβεβαιώσεις Τόμσεν και Ευρωπαϊκών θεσμικών παραγόντων ότι «το δις εξαμαρτείν- στην Ελλάδα- ουκ ανδρός σοφού», οι επιφυλάξεις και οι αμφιβολίες για τον ρεαλισμό και τον ορθολογικό σχεδιασμό του νέου προγράμματος για την χώρα μας παραμένουν. Αυτή τη φορά όμως είναι σχεδόν βέβαιο ότι η αποτυχία και του δεύτερου «Μνημονίου» δεν θα οδηγήσει σε μία νέα τρίτη βοήθεια προς την Ελλάδα, με την ελπίδα ότι την επόμενη φορά θα διορθωθούν τα λάθη που έγιναν στο προηγούμενο, όπως συμβαίνει τώρα. Σε μία τέτοια περίπτωση η Ελλάδα θα χρεωθεί ολοκληρωτικά το βάρος της αποτυχίας, η οποία δυστυχώς με τα μέχρι στιγμής δεδομένα θεωρείται σε μεγάλο βαθμό αναπόφευκτη. Τρεις πολύ βασικοί λόγοι με κάνουν μέχρι στιγμής αυτό να το πιστεύω:
Ο πρώτος λόγος είναι ότι απουσιάζει από την Ελλάδα- και μαζί με αυτό απουσιάζει και το πολιτικό προσωπικό που θα μπορούσε να το εκπονήσει- ένα οραματικό μακροπρόθεσμο σχέδιο για την ριζική αναδιάταξη των πρωτογενών και παραγωγικών δυνάμεων της χώρας μας, την εκ θεμελίων αναδιαμόρφωση της δημόσιας διοίκησης και τη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών για την επαναφορά της οικονομίας σε μία βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά. Μέχρι σήμερα αυτό που γίνεται είναι το ακριβώς αντίθετο. Η Ελλάδα τρέχει ασθμαίνοντας να πιάσει στόχους ενός προϋπολογισμού στίβοντας κυριολεκτικά την κοινωνία χωρίς να επικεντρώνεται σε αυτό θα έπρεπε να είναι πρώτη προτεραιότητα για τη χώρα: δηλαδή ένα πλαίσιο θεσμικών fast-track αλλαγών χωρίς τις οποίες η δημοσιονομική εξύγιανση- όπως επίσης και ο περίφημος στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος το 2013- θα παραμείνουν κενά ευχολόγια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: είναι φαιδρό να μιλάμε για ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας και να πιστεύουν μερικοί ότι αυτή θα επέλθει μετατρέποντας τον κατώτατο μισθό σε μισθό εξαθλίωσης για τους νέους. Να επικαλούνται το μέτρο της μείωσης του κόστους εργασίας ως αναγκαίο για την προσέλκυση επενδύσεων, την ώρα που η Ελλάδα συνεχίζει να υποθάλπτει το πλέον εχθρικό και γραφειοκρατικό σύστημα διαχείρισης του ενδιαφέροντος για επενδύσεις από ξένους επενδυτές. Για ποια ανταγωνιστικότητα, ποιες ξένες επενδύσεις, ποια εξωστρέφεια της οικονομίας μπορούμε να μιλάμε;
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η κοινωνία μέρα με τη μέρα καταλαμβάνει θέσεις μάχης όχι απέναντι σε εύλογες αλλαγές που πρέπει να γίνουν στη χώρα αλλά ενάντια στη διαχειριστική και κοντόφθαλμη λογική του πολιτικού συστήματος (και κυρίως των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας) που βαυκαλίζεται πιστεύοντας ότι η ευμάρεια της οικονομίας περνάει αναγκαστικά μέσα από την κοινωνική εξαθλίωση ενός λαού. Η Ελλάδα δε θα επιβιώσει από τη σημερινή δίνη επειδή απλά η χώρα φορτώθηκε ένα νέο δάνειο ή το χρέος «κουρεύτηκε» κατά μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Δε θα υπάρξει απάντηση στο πρόβλημα αν η κοινωνία δεν παρακινηθεί, δεν συσπειρωθεί και δεν εμπνευστεί γύρω από θεσμικές αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία του κράτους, χωρίς τις οποίες καμία δημοσιονομική εξυγίανση δε θα καταστεί εφικτή και βιώσιμη όσες ανθρωποθυσίες κι αν γίνουν στην κοινωνία. Και μέχρι στιγμής δικαιολογημένα η κοινωνία γυρίζει την πλάτη γιατί βλέπει μπροστά της ότι η χώρα οδεύει προς πολλαπλά αδιέξοδα. Χωρίς την κοινωνία σύμμαχο, κανένα πρόγραμμα και καμία μεταρρθμιστική προσπάθεια καμίας κυβέρνησης δε θα βγάλει την Ελλάδα από τη σημερινή κατάσταση.
Ο τρίτος λόγος που με κάνει να πιστεύω ότι η αποτυχία και του νέου «Μνημονίου» διαφαίνεται μέχρι στιγμής προδιαγεγραμμένη, είναι ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να πορεύεται από μία πολιτική τυφλής λιτότητας που επιβάλλεται από τους δανειστές της. Δυστυχώς εδώ έχουμε να κάνουμε με μία πολιτική που δεν έχει μόνο ελληνική εφαρμογή αλλά είναι μία πολιτική γενικότερης ευρωπαϊκής εμπνεύσεως που χρόνο με το χρόνο ροκανίζει τα ξύλινα ποδάρια της ευρωπαϊκής ανάπτυξης. Παρά τις κατά καιρούς επικλήσεις μίας ανάπτυξης για την οποία όλοι (Ευρωπαίοι- ΔΝΤ- ελληνική κυβέρνηση) μιλούν γενικώς και αορίστως χωρίς συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς αυτή από ζητούμενο θα καταστεί πραγματικότητα, η αλήθεια είναι ότι το αναπτυξιακό πλεόνασμα δεν πρόκειται να επέλθει όσο δεν βρίσκονται χρήματα για να επενδυθούν στην ανάπτυξη. Εξοικονόμηση χρημάτων μέσα από περικοπές δαπανών χωρίς κανένα σχέδιο «ανακύκλωσης» των χρημάτων αυτών σε αναπτυξιακά προγράμματα που έχει ανάγκη η οικονομία για να αναπνεύσει, το μόνο που κάνει είναι να συρρικνώνει ακόμα περισσότερο ό,τι έχει απομείνει από το εναπομένον ακαθάριστο εθνικό προϊόν.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται με το ένα πόδι της εντός της χρεοκοπίας και το άλλο πόδι της εκτός ευρώ. Αν αυτό δε το συνειδητοποιήσουμε, τότε η επόμενη σφαλιάρα που θα φάμε θα είναι πιο δυνατή απ’ όλες τις προηγούμενες. Γιατί πιο επικίνδυνο από τον ίδιο τον κίνδυνο είναι να ξέρουμε ότι υπάρχει αλλά να κάνουμε ότι δεν τον βλέπουμε προσπαθώντας να πείσουμε αλλήλους ότι του έχουμε διαφύγει. Χωρίς να θέλω να χαρακτηριστώ ως καταστροφολόγος, νιώθω ότι η μεγάλη απειλή για την χώρα μας είναι ακόμα μπροστά μας, ορατή.Όσοι επιμένουν ότι εξαλείφθηκε με την υπογραφή της νέας δανειακής σύμβασης, μάλλον επιλέγουν να ζουν εκτός πραγματικότητας.