Γκουαντάναμο επ’ αόριστον
Δεν χωράει αμφιβολία ότι το να ομολογεί ένας ηγέτης την αποτυχία του δεν είναι ευχάριστο πράγμα. Όταν όμως ένας ηγέτης φθάνει στο σημείο να διαψεύσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο και σε σύντομο χρονικό διάστημα τις προσδοκίες που ο ίδιος είχε καλλιεργήσει πάνω σε ζητήματα εκδημοκρατισμού και σεβασμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τότε λυπάμαι που το λέω αλλά πρόκειται για δυστύχημα. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερο φιάσκο για μία Δημοκρατία και ειδικότερα το πολιτικό σύστημα που την υπηρετεί, όταν ανέχεται πρακτικές τύπου Γκουαντάναμο επειδή είτε δεν υπάρχει η απαιτούμενη πολιτική συναίνεση για να τεθεί οριστικό τέρμα σε ένα τέτοιο αποτρόπαιο καθεστώς είτε γιατί τα στενά δημοσιονομικά περιθώρια δεν επιτρέπουν- όπως ισχυρίζεται ένα κομμάτι της αμερικανικής γερουσίας- τα έξοδα που θα… «στοίχιζε» αυτό το εγχείρημα.
Το 2008 η διεθνής κοινότητα στο σύνολό της είχε κάνει δεκτή με ενθουσιασμό τη δέσμευση του- υποψήφιου τότε για την Αμερικανική Προεδρία- Ομπάμα ότι θα κλείσει αυτό το ιδιότυπο καθεστώς στρατιωτικών φυλακών που έγινε το σύμβολο της πλέον ξεδιάντροπης και ωμής παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη σύγχρονη Αμερικανική ιστορία επί ημερών διακυβέρνησης Μπους. Τον ενθουσιασμό διαδέχτηκε η εφορία όταν η δεύτερη κυριολεκτικά εντολή που έδωσε ο Αμερικανός Πρόεδρος μετά την έλευσή του στο Λευκό Οίκο ήταν να παγώσουν μέχρι νεωτέρας όλες οι εκκρεμείς υποθέσεις κρατούμενων στο Γκουαντάναμο και να ανασταλεί η παραπομπή τους ενώπιον εκτάκτων στρατοδικείων. Μέχρι τότε αρχικός στόχος παρέμενε το να μπει λουκέτο στο Γκουαντάναμο και οι κρατούμενοι του να μεταφερθούν από τη φυλακή της Κούβας σε αμερικανικές φυλακές- είχε βρεθεί μάλιστα και τοποθεσία για την αγορά φυλακών για το σκοπό αυτό κοντά στην πολιτεία Ιλινόις- προκειμένου μελλοντικά να λογοδοτήσουν ενώπιον των ομοσπονδιακών δικαστηρίων, όπως κάθε πολίτης. Η ευφορία που είχε δημιουργηθεί τότε, δίνει σήμερα η θέση της σε μία σκέτη απογοήτευση.
Με τη χθεσινή απόφαση που υπέγραψε στο Λευκό Οίκο, ο Μπάρακ Ομπάμα δεν κάνει τίποτα απ’ όλα αυτά. Αφού παραδέχθηκε ότι- προς το παρόν- απέτυχε να κλείσει το Γκουαντάναμο, όπως είχε υποσχεθεί, ο Αμερικανός Πρόεδρος επικύρωσε με την υπογραφή του την επανέναρξη στρατοδικείων που είχε συστήσει η κυβέρνηση Μπους και σε δεύτερο επίπεδο την επ’ αόριστον κράτηση όσων κρατουμένων βρίσκονται εκεί γιατί απλούστατα δεν έχουν πουθενά αλλού να πάνε. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση πολλών κρατουμένων από την Υεμένη, οι οποίοι παρότι θεωρητικά δικαιούνται την απελευθέρωσή τους, ωστόσο παραμένουν κρατούμενοι καθώς η Αμερική δεν εμπιστεύεται την κυβέρνηση της χώρας τους, αφού η Υεμένη αποτελεί το νούμερο ένα φυτώριο τρομοκρατίας. Αποτέλεσμα είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι να κρατούνται εκεί επ’ αόριστον μέχρις ότου η κατάσταση ασφαλείας στην Υεμένη να βελτιωθεί ή έως ότου οι ΗΠΑ βρουν κάποιο άλλο μέρος να τους μετακινήσουν. Όπως ήταν φυσικό, οι αντιδράσεις οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν σφοδρές απέναντι σε αυτήν την εξέλιξη, καθώς όπως υποστηρίζουν, η Αμερικανική κυβέρνηση δίνει το πράσινο φως για να συνεχιστούν τα όσα συνέβαιναν και πολλαπλώς είχαν κάθετα καταδικαστεί επί ημερών Μπους. Δηλαδή, τις περιπτώσεις ακραίων βασανιστηρίων των κρατουμένων από στρατιωτικό προσωπικό του Γκουαντάναμο, την βάναυση παραβίαση ατομικών ελευθεριών και φυσικά την αφαίρεση του δικαιώματος από τους ανθρώπους αυτούς να κριθούν από ομοσπονδιακά δικαστήρια με ισότιμη μεταχείριση, όπως επιβάλλεται από τις στοιχειώδεις αρχές Δημοκρατίας τον 21ο αιώνα. Μεταξύ των κρατουμένων που πρόκειται να σύντομα να κληθούν ενώπιον στρατιωτικών δικαστηρίων σύμφωνα με την τελευταία νομοθεσία που επικύρωσε ο Μπάρακ Ομπάμα, συγκαταλέγονται ονόματα που φέρονται να συμμετείχαν σε τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον αμερικανικών στόχων, ενώ άλλοι κατηγορούνται για συνεργασία με το καθεστώς της Αλ Κάιντα και τον Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Σαν επίλογο όλου αυτού, δεν έχω σκοπό να επαναλάβω πάλι τα γνωστά επιχειρήματα περί Δημοκρατίας και γιατί θα έπρεπε το Γκουαντάναμο να κλείσει το δυνατόν συντομότερο, ως ένα κεφάλαιο που δε θα ήθελε κανείς να θυμάται στην Αμερική και στον υπόλοιπο κόσμο. Θέλω όμως να σταθώ σε ένα συμβολικά οξύμωρο παραλληλισμό. Από τη μια μεριά οι πολίτες καταπιεσμένων καθεστώτων στη Μέση Ανατολή και τον Αραβικό κόσμο να δίνουν ακόμα και τη ζωή τους για λίγη Δημοκρατία και από την άλλη πλευρά πολίτες του αμερικανικού ανεπτυγμένου κόσμου να αισθάνονται «χορτάτοι» από Δημοκρατία και να παρακολουθούν απαθείς την παρωδία ενός Γουαντάναμο που τραβάει τη χώρα τους προς τα πίσω. Δυστυχώς τέτοια δείγματα επιβεβαιώνουν ότι η Αμερική όσο θέλει να δηλώνει ισχυρή, τόσο φοβισμένη εξακολουθεί να παραμένει στο εσωτερικό της. Το Γκουαντάναμο δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε σαν εικόνα και πρακτική. Οι συνυποδηλώσεις του είναι πολλές και μία από αυτές είναι η ψευδαίσθηση που θέλει να περάσει είναι ότι καθένας που επιβουλεύτηκε και ζημίωσε τα συμφέροντα αυτής της χώρας είναι εξ ορισμού καταδικασμένος από κάθε άποψη. Έτσι θέλουν κάποιοι να διατηρήσουν στα μάτια της μάζας το ύψιστο ιδανικό της Αμερικής που είναι πάνω και πέρα ακόμα και από ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία έχουν βιασθεί επανειλημμένα στο Γκουαντάναμο. Και σε αυτή την περίπτωση, η δέσμευση και η θέληση ενός ηγέτη, δυστυχώς, δε μετράει. Οι αντιστάσεις είναι μεγάλες δίχως, όμως, αυτοί που τις προκαλούν να αντιλαμβάνονται ότι το πραγματικό ιδανικό της Αμερικής δε χτίζεται σε δύο γυάλινα πόδια. Αλλά σε μία Δημοκρατία που έχει το μεγαλείο να αντιμετωπίζει όλους το ίδιο. Για την ακρίβεια σε μία Δημοκρατία που έχει αυτό το μεγαλείο ψυχής, το οποίο οι Αμερικανοί πολίτες χρειάζεται και πάλι να ανακαλύψουν, όσο δύσκολο κι επώδυνο κι αν είναι αυτό. Προς το παρόν το Γουαντάναμο το μόνο «μεγαλείο» που δηλώνει είναι αυτό του δημοκρατικού ελλείμματος.