ΗΠΑ: θυσιάζοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο

Με αφορμή το πράσινο φως που έδωσε η Αμερική για τη στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη, πολλοί θα σπεύσουν να πουν ότι πρόκειται για ακόμα μία απόδειξη του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα της εξωτερικής της πολιτικής ή θα επικαλεστούν τους δύο προηγούμενους πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν για να καταδείξουν ότι και αυτή τη φορά η Αμερική είναι έτοιμη «να βάψει τα χέρια της με αίμα» στο όνομα των δημοκρατικών ελευθεριών. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Άποψή μου είναι πως όχι. Η Αμερική, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά, δείχνει πιο προσγειωμένη, πιο ώριμη και πιο συνειδητοποιημένη σε σχέση με το σκοπό ενός πολέμου αλλά και τον ρόλο της ίδιας στο πλαίσιο αυτής της στρατιωτικής επιχείρησης.

Κατά πρώτον, θέλει να περάσει το μήνυμα ότι δεν είναι η ίδια που κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον μίας μουσουλμανικής χώρας, αλλά ότι απλά συμμετέχει σε μία διεθνούς χαρακτήρα στρατιωτική πρωτοβουλία. Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι οι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν παίξει όλο το προηγούμενο διάστημα έντονο παρασκηνιακό ρόλο για να ενεργοποιηθεί το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και να δώσει την εξουσιοδότησή για αυτή τη στρατιωτική εναέρια επίθεση εναντίον του καθεστώτος Καντάφι. Όπως επίσης ουδείς αρνείται ότι οι Αμερικανοί στρατιωτικοί αξιωματούχοι λόγω και της τεχνογνωσίας τους, είναι αυτοί που συντονίζουν κατ’ ουσίαν τις εναέριες επιχειρήσεις. Αυτά τα δύο όμως δεν αναιρούν το γεγονός ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν επιθυμεί να επωμιστεί αποκλειστικά στους ώμους της το στρατιωτικό αλλά και δημοσιονομικό βάρος αυτού του νέου πολέμου. Επιδιώκει τον επιμερισμό της ευθύνης αυτής της στρατιωτικής πρωτοβουλίας, η κατάληξη όπως και ο χρονικός ορίζοντας της οποίας είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Η διοίκηση του Λευκού Οίκου δε θέλει να δώσει την εντύπωση ότι, μετά το Ιράκ και το Αφγανιστάν, η Αμερική ανοίγει τώρα και ένα τρίτο μέτωπο με τον μουσουλμανικό κόσμο καθιστώντας τους αμερικανικούς διπλωματικούς χειρισμούς εξαιρετικά προσεχτικούς μέχρι στιγμής. Ο Αμερικανός Πρόεδρος Ομπάμα πριν δώσει το πράσινο φως για να περάσει η Αμερική από τα λόγια καταδίκης κατά του Καντάφι σε στρατιωτικές πράξεις εναντίον του, είχε φροντίσει να πληρούνται δύο καίριας σημασίας κριτήρια. Το ένα ήταν η ανάμειξη διεθνών συμμάχων της Βρετανίας, της Γαλλίας και άλλων χωρών- και πιθανότητα και του ΝΑΤΟ- σε αυτή τη νέα στρατιωτική περιπέτεια, και το δεύτερο ήταν η διασφάλιση της στρατιωτικής συμμετοχής των υπόλοιπων Αραβικών χωρών.

Η περίπτωση της Λιβύης δείχνει ότι η Αμερική δεν ενεργεί πια με την ίδια επιπολαιότητα με την οποία απαντούσε στις στρατιωτικές προκλήσεις του παρελθόντος. Για πρώτη ίσως φορά θυσιάζει καταφανώς τον στρατιωτικά ηγετικό παρεμβατικό ρόλο της, που συνήθως είχε σε αντίστοιχες πολεμικές συρράξεις, και αυτό είναι εν μέρει ένα απτό δείγμα του επαναπροσδιορισμού της ιεράρχησης των προτεραιοτήτων της ίδιας της αμερικανικής πολιτική. Η στρατιωτική παρέμβαση στη Λιβύη δεν αποτελεί ένα ακόμη βήμα ιμπεριαλισμού ή στρατιωτικού παρεμβατισμού της Αμερικής στην ευρύτερη περιοχή, στην ίδια έκταση και ένταση τουλάχιστον που είχε εκδηλωθεί στην περίπτωση του Ιράκ ή του Αφγανιστάν. Πρώτος και κυριότερος λόγος είναι ότι σε αντίθεση με ότι συνέβαινε στο Ιράκ ή το Αφγανιστάν, η Λιβύη δεν αποτελεί στρατηγικής σημασίας περιοχή για την Αμερική αφού εδώ δεν διακυβεύονται ζωτικής σημασίας αμερικανικά συμφέροντα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Γαλλίας λόγω της διαχρονικής γαλλικής αποικιοκρατικής επιρροής στην περιοχή. Άλλωστε όλο το προηγούμενο διάστημα, ο Αμερικανός Πρόεδρος Ομπάμα ήταν σίγουρα πολύ πιο ανήσυχος για τις επιπτώσεις που επιφέρει το κύμα εξεγέρσεων σε καθεστώτα όπως του Μπαχρέιν, της Υεμένης ή της Αιγύπτου παρά για το αν και πότε θα απομακρυνθεί ο Λίβυος ηγέτης.

Σε ευρύτερο επίπεδο, ένας άλλος λόγος είναι η φάση «συστολής» που διανύει η αμερικανική πολιτική που θέλει την Αμερική να μην αναλαμβάνει στρατιωτικά και πολεμικά ρίσκα, τα οποία θα αποπροσανατόλιζαν από αυτό που είναι τούτη τη στιγμή ζητούμενο για τη χώρα. Δηλαδή να ενισχύσει την πολιτική και οικονομική επιρροή της σε παγκόσμιο επίπεδο ως μία ηγέτιδα δύναμη ήρεμη και ικανή να συσπειρώσει τη διεθνή κοινότητα γύρω από τις δικές της αρχές και αξίες. Και το μήνυμα που θέλει τώρα να στείλει η Αμερική είναι αυτό ακριβώς. Ότι δηλαδή έχει την πολιτική πρωτοκαθεδρία στην κινητοποίηση της διεθνούς κοινότητας θέτοντας ως προτεραιότητα την προστασία των αμάχων από την αιματοχυσία του καθεστώτος Καντάφι. Η πολιτική και όχι η στρατιωτική επιρροή είναι αυτή τη στιγμή ζητούμενο για την Αμερική. Εξ ου και θέλει να δείξει προς τα έξω ότι σε αυτήν την στρατιωτική επιχείρηση κρατάει για τον εαυτό της δευτερεύοντα ρόλο, και σίγουρα όχι ρόλο πρωταγωνιστή.

Είναι από τις λίγες φορές που η Αμερική επιδεικνύει τέτοια αυτοσυγκράτηση μπροστά σε μία πρόκληση στρατιωτικής επέμβασης, την οποία αποφάσισε να αναλάβει με καθυστέρηση και, τώρα που την ανέλαβε, το κάνει κατά ένα μέρος και μόνο και όχι εξ ολοκλήρου, αφήνοντας τους άλλους διεθνείς συμμάχους να αναλάβουν ενεργότερο ρόλο στο παιχνίδι. Η Αμερική έδωσε στην προκειμένη περίπτωση έμφαση στο διπλωματικό και πολιτικό κομμάτι της διεξαγωγής ενός πολέμου θέτοντας ταυτοχρόνως αυστηρά όρια για το μέχρι που μπορεί αυτός ο πόλεμος να φθάσει από πλευράς χρονικής διάρκειας και στρατιωτικών μέσων.

Αν με ρωτήσετε για το αν έπρεπε αυτή η στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του καθεστώτος Καντάφι, να οργανωθεί και να ξεκινήσει νωρίτερα, θα έλεγα πως ναι. Εκτίμησή μου είναι ότι η διεθνής κοινότητα άργησε δραματικά να αναλάβει δράση επαναπαυόμενη στη θεωρία ότι αργά ή γρήγορα ο Καντάφι θα πέσει από μόνος του και οι αντιθεστωτικές δυνάμεις θα κυριαρχούσαν. Αν για κάτι θα πρέπει τώρα να ελπίζουμε είναι αφενός αυτός ο πόλεμος να είναι μία σύρραξη ημερών και όχι εβδομάδων, και αφετέρου να υπάρχει σενάριο για την επόμενη μέρα. Ποιοι θα διαδεχθούν τον Καντάφι και κυρίως αν αυτοί που θα τον διαδεχθούν θα μπορέσουν να εγγυηθούν τη δημοκρατία στη χώρα και θα παραμείνουν συνεπείς στη συνεργασία που είχε οικοδομήσει ο Λίβυος ηγέτης κυρίως με τις αμερικανικές αρχές στο μέτωπο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας.

Δημοσιεύτηκε στο Protagon

ATHANASIOS DIMADIS